- έξοδος
- η1. η μετάβαση από μέσα προς τα έξω, το έβγα:Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα.2. το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος: Η έξοδος του θεάτρου.3. το τέρμα στενής διόδου ή σήραγγας: Η έξοδος του τούνελ.4. επίθεση που επιχειρούν πολιορκημένοι για απόκρουση των πολιορκητών ή για διάσπαση του εχθρικού κλοιού και διάσωσή τους: Η έξοδος του Μεσολογγίου.5. απομάκρυνση από κατάσταση ή υπηρεσία: Έξοδος από την υπηρεσία εξαιτίας ορίου ηλικίας.6. το τελευταίο στάσιμο της τραγωδίας πριν από το τελευταίο επεισόδιο, οπότε ο χορός τραγουδώντας έβγαινε από την ορχήστρα.7. ως κύρ. όν., Έξοδος το δεύτερο, μετά τη «Γένεση», βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.